λόγος

λόγος
λόγος (-ος, -ῳ, -ον; -οι, -ων, -οισι.) A
1 reason τὸ καὶ νῦν φέρει λόγον (ἔχει λόγον. Σ.) I. 8.61 B word, etc.
1 s.,
a account, story, report ὑπὲρ τὸν ἀλαθῆ λόγον δεδαιδαλμένοι ψεύδεσι ποικίλοις ἐξαπατῶντι μῦθοι beyond the true version O. 1.28

ἐθελήσω ξυνὸν ἀγγέλλων διορθῶσαι λόγον O. 7.21

ἐν Μεγάροισίν τ' οὐχ ἕτερον λιθίνα ψᾶφος ἔχει λόγον O. 7.87

ἀπό μοι λόγον τοῦτον, στόμα, ῥῖψον O. 9.35

αἰεὶ δὲ τοιαύταν αἶσαν ἀστοῖς καὶ βασιλεῦσιν διακρίνειν ἔτυμον λόγον ἀνθρώπων P. 1.68

σὲ ποτὶ πάντα λόγον ἐπαινεῖν P. 2.66

πάντα λόγον θέμενος σπουδαῖον συγγενέσιν παρεκοινᾶθ P. 4.132

πάσαισι γὰρ πολίεσι λόγος ὁμιλεῖ Ἐρεχθέος ἀστῶν (v. l. ὁ λόγος) P. 7.9

ἀρχαῖον ὀτρύνων λόγον, ὡς N. 1.34

ἕπεται δὲ λόγῳ δίκας ἄωτος· ἐσλὸν αἰνεῖν avec mon dire s'accorde justice la plus stricte Puech. N. 3.29

ἀπειρομάχας ἐών κε φανείη, λόγον ὁ μὴ συνιείς N. 4.31

ἄπορα γὰρ λόγον Αἰακοῦ παίδων τὸν ἅπαντά μοι διελθεῖν N. 4.71

οἷον αἰνέων κε Μελησίαν ἔριδα στρέφοι, ῥήματα πλέκων, ἀπάλαιστος ἐν λόγῳ ἕλκειν in the telling N. 4.94

ψευστὰν δὲ ποιητὸν συνέπαξε λόγον, ὡς ἦρα N. 5.29

κλεινὸς Αἰακοῦ λόγος, κλεινὰ δὲ καὶ ναυσικλυτὸς Αἴγινα I. 9.1

μὴ πρὸς ἅπαντας ἀναρρῆξαι τὸν ἀχρεῖον λόγον fr. 180. 1. and so, a report about oneself,

εἴ τις εὖ πάσχων λόγον ἐσλὸν ἀκούῃ I. 5.13

b = εὐλογία, praise cf. B. 2. b, infra. ὁπᾷ τε κοινὸν λόγον φίλαν τείσομεν ἐς χάριν (τὸν ὕμνον Σ.) O. 10.11

ἐγκωμίων γὰρ ἄωτος ὕμνων ἐπ' ἄλλοτ ἄλλον ὥτε μέλισσα θύνει λόγον P. 10.54

ὃς τάνδε νᾶσον εὐκλέι προσέθηκε λόγῳ N. 3.68

ἐγὼ δὲ πλέον' ἔλπομαι λόγον Ὀδυσσέος ἢ πάθαν διὰ τὸν ἁδυεπῆ γενέσθ Ὅμηρον N. 7.21

τιμὰ δὲ γίνεται ὧν θεὸς ἁβρὸν αὔξει λό-

γον τεθνακότων N. 7.32

καὶ γὰρ ἡρώων ἀγαθοὶ πολεμισταὶ λόγον ἐκέρδαναν (τὸν ἐγκωμιαστικὸν λόγον. Σ.) I. 5.27
c utterance, statement, precept

ἕπεται δὲ λόγος εὐθρόνοις Κάδμοιο κούραις O. 2.22

αὐδάσομαι ἐνόρκιον λόγον ἀλαθεῖ νόῳ τεκεῖν μή τιν O. 2.92

οὐ ψεύδει τέγξω λόγον· διάπειρά τοι βροτῶν ἔλεγχος O. 4.18

ὁ δὲ λόγος ταύταις ἐπὶ συντυχίαις δόξαν φέρει P. 1.35

τό γ' ἐν ξυνῷ πεποναμένον εὖ μὴ λόγον βλάπτων ἁλίοιο γέροντος κρυπτέτω P. 9.94

[cf. λόγῳ, B. 1. a, supra, N. 3.29]

ἔστι δέ τις λόγος ἀνθρώπων, τετελεσμένον ἐσλὸν μὴ χαμαὶ σιγᾷ καλύψαι N. 9.6

καὶ γυναιξὶν καλλικόμοισιν ἀριστεύει πάλαι (sc. Ἄργος).

Ζεὺς ἐπ' Ἀλκμήναν Δανάαν τε μολὼν τοῦτον κατέφανε λόγον N. 10.11

λόγον ἄνακτος Εὐξαντίου ἐπαίνεσα Pae. 4.35

d prophecy

παραπειρῶνται Διὸς ἀργικεραύνου, εἴ τιν' ἔχει λόγον ἀνθρώπων πέρι O. 8.4

σὲ δἐν τούτῳ λόγῳ χρησμὸς ὤρθωσεν P. 4.59

λόγον φέρεις, τὸν ὅνπερ ποτ' Ὀικλέος παῖς αἰνίξατο P. 8.38

ἄγγελλε δὲ φοινικόπεζα λόγον παρθένος εὐμενὴς Ἑκάτα τὸν ἐθέλοντα γενέσθαι Pae. 2.77

e converse, speaking

δᾶμον Ὑπερβορέων πείσαις λόγῳ O. 3.16

κέντρον δὲ μάχας ὁ κρατιστεύων λόγος fr. 180. 3. κυριωτερο[ λτ;εἰς σοφίας λόγον> (supp. Snell ex Aristide: as regards the utterance of wisdom) fr. 260. 7. as opposed to thought, ἄνδρες θήν τινες ἀκκιζόμενοι νεκρὸν ἵππον στυγέοισιλόγῳ κείμενον ἐν φάει, κρυφᾷ δὲ σκολιαῖς γένυσσιν ἀνδέροντι fr. 203. 2.
f sentence

δικάζει τις, ἐχθρᾷ λόγον φράσαις ἀνάγκᾳ O. 2.60

g questionκαὶ γάρ σε ἔτραπε μείλιχος ὀργὰ παρφάμεν τοῦτον λόγονP. 9.43
h frag. ]

λόγον τερπνῶν ἐπέων[ Pae. 14.34

2 pl.,
a words

γνῶναί τ' ἔπειτ ἀρχαῖον ὄνειδος ἀλαθέσιν λόγοις εἰ φεύγομεν O. 6.90

τελεύταθεν δὲ λόγων κορυφαὶ ἐν ἀλαθείᾳ πετοῖσαι of his request O. 7.68

ἀγανοῖσι λόγοις ὧδ' ἀμείφθη P. 4.101

εἰ δὲ λόγων συνέμεν κορυφάν, Ἱέρων,

ὀρθὰν ἐπίστᾳ P. 3.80

ἀλλὰ τούτων μὲν κεφάλαια λόγων ἴστεP. 4.116

μειλιχίοισι λόγοις P. 4.128

μειλιχίοις τε λόγοις P. 4.240

λόγοισι θνατῶν εὔδοξον ἅρματι νίκαν Κρισαίαις ἐνὶ πτυχαῖς ἀπαγγελεῖ P. 6.16

τοῖο δ' ὀργὰν κνίζον αἰπεινοὶ λόγοι N. 5.32

ὄψον δὲ λόγοι φθονεροῖσιν N. 8.21

καὶ τοιᾷδε κορυφᾷ σάμαινεν λόγων (λόγον Π̆{S}) Πα. 8A. 14. [θανόντων δὲ καὶ λόγοι φίλοι προδόται (λόγοι ut glossema del. Bergk) fr. 160.]
b esp., words, expressions of praise

ἐπίκουρον εὑρὼν ὁδὸν λόγων O. 1.110

οὔτοι χαμαιπετέων λόγων ἐφάψεαι O. 9.12

μελιγάρυες ὕμνοι ὑστέρων ἀρχὰ λόγων τέλλεται O. 11.5

ὃς ἔχεις καὶ πεδὰ μέγαν κάματον λόγων φερτάτων μναμήἰ P. 5.48

παροιχομένων γὰρ ἀνέρων, ἀοιδαὶ καὶ λόγοι τὰ καλά σφιν ἔργ' ἐκόμισαν (Pauw: ἀοιδοὶ καὶ λόγιοι codd., Π.) N. 6.30

θρασύ μοι τόδ' εἰπεῖν φαενναῖς ἀρεταῖς ὁδὸν κυρίαν λόγων οἴκοθεν N. 7.51

ὑπὲρ πολλῶν τε τιμαλφεῖν λόγοις νίκαν N. 9.54

ἐν λόγοις δ' ἀστῶν ἀγαθοῖσιν ἐπαινεῖσθαι χρεών N. 11.17

εἶα τειχίζωμεν ἤδη ποικίλον κόσμον αὐδάεντα λόγων fr. 194. 3.

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Λόγος —         (logos) (греч.) см. Логос. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 …   Философская энциклопедия

  • λόγος — computation masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λόγος — I Η ομιλία, η λαλιά του ανθρώπου ως μέσο έκφρασης και επικοινωνίας. Βλ. λ. γλώσσα. Λ. επίσης ονομάζεται η λογική. Βλ. λ. λογική. II (Μαθημ.). Ας είναι Α και Β δύο ομοειδή γεωμετρικά μεγέθη, για παράδειγμα, δύο ευθύγραμμα τμήματα· ενδέχεται φυσικά …   Dictionary of Greek

  • -λογος — (AM λογος) β συνθετικό πολλών προπαροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, στα οποία ο λόγος, με τη σημασία τής ομιλίας, επέχει θέση αντικειμένου τού α συνθετικού, που είναι ρήμα (φιλόλογος «φιλώ τον λόγο», δωσίλογος… …   Dictionary of Greek

  • -λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που …   Dictionary of Greek

  • λόγος — ο 1. ομιλία: Έναρθρος λόγος. 2. κουβέντα: Πρέπει να πούμε δυο λόγια. 3. αγόρευση, περιγραφή, κήρυγμα: Πολιτικός λόγος. 4. συμβουλή, σύσταση: Δεν άκουσες τα λόγια μου. 5. βεβαίωση, υπόσχεση, εγγύηση: Δώσε μου το λόγο σου ότι θα έρθεις. 6. σκοπός,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Λόγος — Логос (греч. λόγος) термин философии, означающий «слово» (или «предложение», «высказывание», «речь») в переводе с греческого языка и «мысль» (или «намерение») в переводе с древнегреческого, а также причина, повод. Логос образ огня. Сравнивается с …   Википедия

  • Λόγος προφορικός —         (греч.) (logos propliorikos) слово произносимое. Речь изустная, звучащая (стоики). У Филона Александрийского логос, исходящий из бога; также Λόγος προφατικός (logos prophatikos). Философский энциклопедический словарь. М.: Советская… …   Философская энциклопедия

  • Λόγος ενδιάθετος —         (logos endiathetos) (греч.) слово внутреннее. Внутренняя речь (стоики). Логос, существующий в боге (Филон Александрийский). Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С …   Философская энциклопедия

  • Λόγος εἰκὼν διανοίας. — См. Знать человека по речам …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Λόγος ἐστὶ παλαιός… — См. Наслажденье изменяет …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”